B' ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ
Ο Β΄ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ
Το φαινόμενο της συστηματικής και οργανωμένης μετανάστευσης ανθρώπων από τις ελληνικές πόλεις-κράτη προς τη δυτική Μεσόγειο, το βόρειο Αιγαίο, τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο που ξεκίνησε γύρω στα μέσα του 8ου αι. π.Χ., διήρκεσε μέχρι τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ίδρυση μεγάλου αριθμού ελληνικών αποικιών ονομάστηκε Μεγάλος Αποικισμός ή Μεγάλος Ελληνικός Αποικισμός.
Ο όρος αποικισμός προέρχεται από το ρήμα αποικίζω που σημαίνει στέλνω κάποιον μακριά από τον οίκο, μακριά από την πατρίδα. Έτσι, αποικισμός ήταν η μετακίνηση, πολλές φορές αναγκαστική, κατοίκων μιας πόλης-κράτους και η εγκατάστασή τους σε μια άλλη περιοχή με σκοπό την ίδρυση νέας πόλης-κράτους.
Δύο ήταν τα κύρια γνωρίσματα του Β΄ ελληνικού αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ.):
Ο όρος αποικισμός προέρχεται από το ρήμα αποικίζω που σημαίνει στέλνω κάποιον μακριά από τον οίκο, μακριά από την πατρίδα. Έτσι, αποικισμός ήταν η μετακίνηση, πολλές φορές αναγκαστική, κατοίκων μιας πόλης-κράτους και η εγκατάστασή τους σε μια άλλη περιοχή με σκοπό την ίδρυση νέας πόλης-κράτους.
Δύο ήταν τα κύρια γνωρίσματα του Β΄ ελληνικού αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ.):
- Πρώτον, ότι αποτελούσε οργανωμένη κίνηση με αφετηρία την εκάστοτε μητρόπολη.
- Δεύτερον, ότι οι αποικίες, με εξαίρεση τους εμπορικούς σταθμούς, αποτέλεσαν πόλεις από την αρχή της ίδρυσής τους, οι οποίες μάλιστα υιοθετούσαν και αναπαρήγαγαν στο νέο τόπο εγκατάστασης τους θεσμούς των μητροπόλεων.
Αίτια του αποικισμού
Τα κύρια κίνητρα που ώθησαν τους Έλληνες στην αναζήτηση αποικιών ήταν η προσδοκία απόκτησης νέων εύφορων εδαφών και η αναζήτηση πρώτων υλών, κυρίως μετάλλων. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολιτικοί παράγοντες υπήρξαν τα κίνητρα των αποικιακών κινήσεων. Φαίνεται ότι κατά την αρχαϊκή εποχή σε ορισμένες από τις ελληνικές πόλεις-κράτη δημιουργήθηκαν εντάσεις ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης της γης σε λίγα χέρια, της υπερχρέωσης και υπερεκμετάλλευσης των φτωχότερων γεωργών. Το κλίμα αυτό οδήγησε σε περιπτώσεις επιβαλλόμενης συμμετοχής σε αποικιακές αποστολές. Οι ισχυροί της πόλης-κράτους υποχρέωναν τους ανεπιθύμητους σε αυτούς πολίτες να γίνουν άποικοι προκειμένου να κατευναστούν, με αυτό τον τρόπο, οι κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις.
Τέλος, η αναζήτηση νέων αγορών για τα βιοτεχνικά προϊόντα και η επιδίωξη ανάπτυξης του εμπορίου ήταν ένας παράγοντας που, αν και δεν προκάλεσε την αρχική αποικιακή κίνηση, ενίσχυσε, ωστόσο, το αποικιακό ρεύμα όταν πλέον αυτό είχε δημιουργηθεί.
Τα κύρια κίνητρα που ώθησαν τους Έλληνες στην αναζήτηση αποικιών ήταν η προσδοκία απόκτησης νέων εύφορων εδαφών και η αναζήτηση πρώτων υλών, κυρίως μετάλλων. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολιτικοί παράγοντες υπήρξαν τα κίνητρα των αποικιακών κινήσεων. Φαίνεται ότι κατά την αρχαϊκή εποχή σε ορισμένες από τις ελληνικές πόλεις-κράτη δημιουργήθηκαν εντάσεις ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης της γης σε λίγα χέρια, της υπερχρέωσης και υπερεκμετάλλευσης των φτωχότερων γεωργών. Το κλίμα αυτό οδήγησε σε περιπτώσεις επιβαλλόμενης συμμετοχής σε αποικιακές αποστολές. Οι ισχυροί της πόλης-κράτους υποχρέωναν τους ανεπιθύμητους σε αυτούς πολίτες να γίνουν άποικοι προκειμένου να κατευναστούν, με αυτό τον τρόπο, οι κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις.
Τέλος, η αναζήτηση νέων αγορών για τα βιοτεχνικά προϊόντα και η επιδίωξη ανάπτυξης του εμπορίου ήταν ένας παράγοντας που, αν και δεν προκάλεσε την αρχική αποικιακή κίνηση, ενίσχυσε, ωστόσο, το αποικιακό ρεύμα όταν πλέον αυτό είχε δημιουργηθεί.
Η διαδικασία ίδρυσης μια αποικίας
Οι ελληνικές αποικίες που δημιουργήθηκαν κατά τον Β΄ αποικισμό (8ος-6ος αι. π.Χ.) δεν προέκυψαν ως αποτελέσματα τυχαίων πρωτοβουλιών κάποιων ομάδων ανθρώπων. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι αποικίες ιδρύθηκαν ως αυτόνομες πόλεις υπό την αιγίδα κάποιας ελληνικής πόλης-κράτους. Αυτή η πόλη-κράτος που με πρωτοβουλία της ιδρυόταν η αποικία ονομαζόταν μητρόπολη. Μία αποικία μπορούσε στη συνέχεις να γίνει με τη σειρά της μητρόπολη, ιδρύοντας νέες αποικίες.
Η μητρόπολη αναλάμβανε την οργάνωση της αποικιακής αποστολής. Ιδιαίτερη σημασία για την έκβαση της προσπάθειας δημιουργίας μιας αποικίας είχε η επιτυχημένη επιλογή του τόπου εγκατάστασης. Η νέα πατρίδα θα έπρεπε να διαθέτει εύφορη γη για να μπορεί να συντηρήσει τους αποίκους αλλά και να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα για να είναι εύκολη η επικοινωνία τόσο με τη μητρόπολη όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι περισσότερες αποικίες δημιουργήθηκαν σε εύφορες περιοχές κοντά στη θάλασσα.
Η διαδικασία προετοιμασίας και αναχώρησης μιας αποικιακής αποστολής είχε χαρακτήρα τελετουργίας. Η μητρόπολη επέλεγε τον επικεφαλής της αποικιακής αποστολής που ονομαζόταν οικιστής και ανήκε, συνήθως, σε κάποιο από τα αριστοκρατικά γένη της μητρόπολης. Επίσης, η μητρόπολη καθόριζε τη σύνθεση της αποστολής. Φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι αρχές της μητρόπολης εξανάγκαζαν, συνήθως για πολιτικούς λόγους, ορισμένους πολίτες να συμμετάσχουν σε μια αποικιακή αποστολή ανεξάρτητα από τη θέλησή τους. Τέλος, η μητρόπολη προμήθευε και τα απαραίτητα μεταφορικά μέσα, δηλαδή τα πλοία που ήταν απαραίτητα για το ταξίδι προς το νέο τόπο εγκατάστασης.
Η αναχώρηση των αποίκων γινόταν μετά από επίσημη τελετή. Οι άποικοι με επικεφαλής τον οικιστή έπαιρναν από το βωμό της μητρόπολης το ιερό πυρ, που συμβόλιζε το δεσμό της αποικίας με τη μητρόπολη. Κατόπιν, οι άποικοι επιβιβάζονταν στα πλοία και άρχιζαν το ταξίδι του αποικισμού.
Οι αρχαίοι Έλληνες πάντοτε συμβουλεύονταν κάποιο μαντείο πριν επιχειρήσουν την ίδρυση μιας αποικίας.Τα μαντεία, έχοντας πληροφορίες από προηγούμενες αποικιακές αποστολές και από ναυτικούς, έκαναν, συνήθως, σωστές υποδείξεις. Συνήθως ο τόπος στον οποίο έπρεπε να ιδρυθεί η αποικία, καθώς και η καταλληλότερη εποχή για το εγχείρημα αυτό, προσδιορίζονταν από το μαντείο. Ο χρησμός δινόταν προσωπικά στον οικιστή.
Οι επιτυχείς αποικισμοί διεύρυναν την επιρροή και ενίσχυαν το κύρος του μαντείου των Δελφών ως πανελλήνιου ιερού. Συχνά, μετά από μια επιτυχημένη απόπειρα ίδρυσης αποικίας, οι άποικοι επανέρχονταν στο μαντείο φέρνοντας πλούσια αφιερώματα για να ευχαριστήσουν το θεό Απόλλωνα.
Η μητρόπολη αναλάμβανε την οργάνωση της αποικιακής αποστολής. Ιδιαίτερη σημασία για την έκβαση της προσπάθειας δημιουργίας μιας αποικίας είχε η επιτυχημένη επιλογή του τόπου εγκατάστασης. Η νέα πατρίδα θα έπρεπε να διαθέτει εύφορη γη για να μπορεί να συντηρήσει τους αποίκους αλλά και να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα για να είναι εύκολη η επικοινωνία τόσο με τη μητρόπολη όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι περισσότερες αποικίες δημιουργήθηκαν σε εύφορες περιοχές κοντά στη θάλασσα.
Η διαδικασία προετοιμασίας και αναχώρησης μιας αποικιακής αποστολής είχε χαρακτήρα τελετουργίας. Η μητρόπολη επέλεγε τον επικεφαλής της αποικιακής αποστολής που ονομαζόταν οικιστής και ανήκε, συνήθως, σε κάποιο από τα αριστοκρατικά γένη της μητρόπολης. Επίσης, η μητρόπολη καθόριζε τη σύνθεση της αποστολής. Φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι αρχές της μητρόπολης εξανάγκαζαν, συνήθως για πολιτικούς λόγους, ορισμένους πολίτες να συμμετάσχουν σε μια αποικιακή αποστολή ανεξάρτητα από τη θέλησή τους. Τέλος, η μητρόπολη προμήθευε και τα απαραίτητα μεταφορικά μέσα, δηλαδή τα πλοία που ήταν απαραίτητα για το ταξίδι προς το νέο τόπο εγκατάστασης.
Η αναχώρηση των αποίκων γινόταν μετά από επίσημη τελετή. Οι άποικοι με επικεφαλής τον οικιστή έπαιρναν από το βωμό της μητρόπολης το ιερό πυρ, που συμβόλιζε το δεσμό της αποικίας με τη μητρόπολη. Κατόπιν, οι άποικοι επιβιβάζονταν στα πλοία και άρχιζαν το ταξίδι του αποικισμού.
Οι αρχαίοι Έλληνες πάντοτε συμβουλεύονταν κάποιο μαντείο πριν επιχειρήσουν την ίδρυση μιας αποικίας.Τα μαντεία, έχοντας πληροφορίες από προηγούμενες αποικιακές αποστολές και από ναυτικούς, έκαναν, συνήθως, σωστές υποδείξεις. Συνήθως ο τόπος στον οποίο έπρεπε να ιδρυθεί η αποικία, καθώς και η καταλληλότερη εποχή για το εγχείρημα αυτό, προσδιορίζονταν από το μαντείο. Ο χρησμός δινόταν προσωπικά στον οικιστή.
Οι επιτυχείς αποικισμοί διεύρυναν την επιρροή και ενίσχυαν το κύρος του μαντείου των Δελφών ως πανελλήνιου ιερού. Συχνά, μετά από μια επιτυχημένη απόπειρα ίδρυσης αποικίας, οι άποικοι επανέρχονταν στο μαντείο φέρνοντας πλούσια αφιερώματα για να ευχαριστήσουν το θεό Απόλλωνα.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ.) ιδρύθηκαν ελληνικές πόλεις σ’ έναν ευρύτατο γεωγραφικό χώρο από τον Εύξεινο Πόντο ως τη σημερινή Ισπανία και από τα βόρεια παράλια του Αιγαίου ως τις ακτές της βόρειας Αφρικής. Πιο συγκεκριμένα:
Στα βόρεια και βορειοανατολικά ιδρύθηκαν αποικίες στη Χαλκιδική, στα παράλια της Θράκης, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα, το Βόσπορο και τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Οι πρώτοι που ίδρυσαν αποικίες στη Χαλκιδική ήταν οι Χαλκιδείς στους οποίους οφείλει και το όνομά της η περιοχή. Σημαντικότερη αποικία των Χαλκιδέων στην περιοχή ήταν η Όλυνθος. Αξιόλογη ήταν, επίσης, η Ποτίδαια, αποικία της Κορίνθου. Η περιοχή έδινε ξυλεία και μεταλλεύματα ενώ από την περιοχή του Παγγαίου, πιο ανατολικά, οι άποικοι εξασφάλιζαν χρυσό.
Στην ευρύτερη περιοχή των Στενών (Ελλήσποντος, Προποντίδα, Βόσπορος), οι πόλεις που προπορεύτηκαν στην αποικιακή κίνηση ήταν η Μίλητος και τα Μέγαρα. Σημαντική αποικία των Μεγαρέων στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου ήταν το Βυζάντιο. Οι Μιλήσιοι στη συνέχεια ίδρυσαν πολλές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο του εμπορίου της περιοχής. Αγόραζαν από τους αυτόχθονες δημητριακά, ξυλεία, δέρματα και δούλους και τους πουλούσαν λάδι, κρασί και διάφορα βιοτεχνικά προϊόντα όπως αγγεία, όπλα και κοσμήματα.
Στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο αναπτύχθηκε, επίσης, σημαντική αποικιακή κίνηση. Οι ελληνικές αποικίες που ιδρύθηκαν στη νότια Ιταλία (Κάτω Ιταλία) και τη Σικελία ήταν τόσες πολλές και γνώριζαν τέτοια ακμή ώστε η περιοχή ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν ο Τάρας, αποικία της Σπάρτης, ο Κρότωνας και η Σύβαρη, αποικίες των Αχαιών της Πελοποννήσου, η Κύμη, αποικία των Ευβοέων και οι Συρακούσες, αποικία των Κορινθίων στη Σικελία.
Ακόμη πιο δυτικά, οι Φωκαείς, από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, ίδρυσαν στις νότιες ακτές της σημερινής Γαλλίας τη Μασσαλία. Στη συνέχεια οι κάτοικοι της Μασσαλίας ίδρυσαν αποικίες ακόμη πιο δυτικά, στις ακτές της σημερινής Ισπανίας.
Στην Αίγυπτο, στο δέλτα του ποταμού Νείλου, Έλληνες εμπορευόμενοι δημιούργησαν ως εμπορικό σταθμό τη Ναύκρατη, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη. Πιο δυτικά, στην περιοχή της Κυρηναϊκής (σημερινή Λιβύη), άποικοι από τη Θήρα (Σαντορίνη) ίδρυσαν την Κυρήνη που έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής.
Στα βόρεια και βορειοανατολικά ιδρύθηκαν αποικίες στη Χαλκιδική, στα παράλια της Θράκης, τον Ελλήσποντο, την Προποντίδα, το Βόσπορο και τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Οι πρώτοι που ίδρυσαν αποικίες στη Χαλκιδική ήταν οι Χαλκιδείς στους οποίους οφείλει και το όνομά της η περιοχή. Σημαντικότερη αποικία των Χαλκιδέων στην περιοχή ήταν η Όλυνθος. Αξιόλογη ήταν, επίσης, η Ποτίδαια, αποικία της Κορίνθου. Η περιοχή έδινε ξυλεία και μεταλλεύματα ενώ από την περιοχή του Παγγαίου, πιο ανατολικά, οι άποικοι εξασφάλιζαν χρυσό.
Στην ευρύτερη περιοχή των Στενών (Ελλήσποντος, Προποντίδα, Βόσπορος), οι πόλεις που προπορεύτηκαν στην αποικιακή κίνηση ήταν η Μίλητος και τα Μέγαρα. Σημαντική αποικία των Μεγαρέων στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου ήταν το Βυζάντιο. Οι Μιλήσιοι στη συνέχεια ίδρυσαν πολλές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο του εμπορίου της περιοχής. Αγόραζαν από τους αυτόχθονες δημητριακά, ξυλεία, δέρματα και δούλους και τους πουλούσαν λάδι, κρασί και διάφορα βιοτεχνικά προϊόντα όπως αγγεία, όπλα και κοσμήματα.
Στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο αναπτύχθηκε, επίσης, σημαντική αποικιακή κίνηση. Οι ελληνικές αποικίες που ιδρύθηκαν στη νότια Ιταλία (Κάτω Ιταλία) και τη Σικελία ήταν τόσες πολλές και γνώριζαν τέτοια ακμή ώστε η περιοχή ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν ο Τάρας, αποικία της Σπάρτης, ο Κρότωνας και η Σύβαρη, αποικίες των Αχαιών της Πελοποννήσου, η Κύμη, αποικία των Ευβοέων και οι Συρακούσες, αποικία των Κορινθίων στη Σικελία.
Ακόμη πιο δυτικά, οι Φωκαείς, από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, ίδρυσαν στις νότιες ακτές της σημερινής Γαλλίας τη Μασσαλία. Στη συνέχεια οι κάτοικοι της Μασσαλίας ίδρυσαν αποικίες ακόμη πιο δυτικά, στις ακτές της σημερινής Ισπανίας.
Στην Αίγυπτο, στο δέλτα του ποταμού Νείλου, Έλληνες εμπορευόμενοι δημιούργησαν ως εμπορικό σταθμό τη Ναύκρατη, η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη. Πιο δυτικά, στην περιοχή της Κυρηναϊκής (σημερινή Λιβύη), άποικοι από τη Θήρα (Σαντορίνη) ίδρυσαν την Κυρήνη που έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής.
Οι αποικίες διατηρούσαν, συνήθως, στενούς δεσμούς με τις μητροπόλεις τους. Οι άποικοι εφάρμοζαν και στην αποικία την κοινωνική και πολιτική οργάνωση της μητρόπολης. Μάλιστα, προκειμένου να διατηρούν τους δεσμούς τους με την πρώτη πατρίδα τους, οι άποικοι έστελναν πάντα αντιπροσώπους στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές της μητρόπολης.
Επίσης, όταν μια από τις δύο πόλεις βρισκόταν σε κίνδυνο, η άλλη, συνήθως, τη βοηθούσε είτε οικονομικά είτε στρατιωτικά. Πάντως, σε πολιτικό επίπεδο, η αποικία ήταν τελείως ανεξάρτητη, μια αυτόνομη και αυθύπαρκτη πόλη-κράτος.
Επίσης, όταν μια από τις δύο πόλεις βρισκόταν σε κίνδυνο, η άλλη, συνήθως, τη βοηθούσε είτε οικονομικά είτε στρατιωτικά. Πάντως, σε πολιτικό επίπεδο, η αποικία ήταν τελείως ανεξάρτητη, μια αυτόνομη και αυθύπαρκτη πόλη-κράτος.
Τα αποτελέσματα του β΄ ελληνικού αποικισμού
Ο Β΄ ελληνικός αποικισμός υπήρξε ένα φαινόμενο που επηρέασε με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους σχεδόν ολόκληρο τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο από τη σημερινή Ισπανία έως και τον Εύξεινο Πόντο.
Η ανάπτυξη του εμπορίου έφερε την αύξηση της ζήτησης βιοτεχνικών προϊόντων κι αυτή με τη σειρά της προκάλεσε την ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Η αυξημένη ζήτηση βιοτεχνικών προϊόντων ενίσχυσε και τη ζήτηση δούλων, οι οποίοι αποτελούσαν την κύρια πηγή εργατικής δύναμης στα βιοτεχνικά εργαστήρια.
Καθώς το εμπόριο αναπτυσσόταν, έγινε αναγκαία και η βελτίωση των μέσων διεξαγωγής του. Η εξέλιξη της ναυπηγικής τέχνης έδωσε μεγαλύτερα, ταχύτερα και ασφαλέστερα πλοία για τη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων.
Παράλληλα, η ανάγκη καθιέρωσης κοινά αποδεκτών μονάδων μέτρησης της αξίας των εμπορευμάτων έφερε τη διάδοση του νομίσματος και τα πρώτα βήματα εκχρηματισμού της οικονομίας.
Ο Β΄ ελληνικός αποικισμός υπήρξε ένα φαινόμενο που επηρέασε με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους σχεδόν ολόκληρο τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο από τη σημερινή Ισπανία έως και τον Εύξεινο Πόντο.
- Οικονομικά αποτελέσματα
Η ανάπτυξη του εμπορίου έφερε την αύξηση της ζήτησης βιοτεχνικών προϊόντων κι αυτή με τη σειρά της προκάλεσε την ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Η αυξημένη ζήτηση βιοτεχνικών προϊόντων ενίσχυσε και τη ζήτηση δούλων, οι οποίοι αποτελούσαν την κύρια πηγή εργατικής δύναμης στα βιοτεχνικά εργαστήρια.
Καθώς το εμπόριο αναπτυσσόταν, έγινε αναγκαία και η βελτίωση των μέσων διεξαγωγής του. Η εξέλιξη της ναυπηγικής τέχνης έδωσε μεγαλύτερα, ταχύτερα και ασφαλέστερα πλοία για τη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων.
Παράλληλα, η ανάγκη καθιέρωσης κοινά αποδεκτών μονάδων μέτρησης της αξίας των εμπορευμάτων έφερε τη διάδοση του νομίσματος και τα πρώτα βήματα εκχρηματισμού της οικονομίας.
- Κοινωνικά και πολιτικά αποτελέσματα
Παράλληλα, ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη οδήγησε στη βαθμιαία διαμόρφωση μιας νέας, οικονομικά ισχυρής κοινωνικής τάξης που την αποτελούσαν κυρίως οι έμποροι και οι βιοτέχνες. Οι πολίτες αυτοί, όσο ισχυροποιούνταν οικονομικά, τόσο διεκδικούσαν και συμμετοχή στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Η παρουσία και η ενδυνάμωσή τους επρόκειτο να λειτουργήσει ως καταλύτης ευρύτερων πολιτικών μεταβολών.
- Πολιτιστικά αποτελέσματα
Νόμισμα και εμπόριο
Η εφεύρεση του νομίσματος
ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ
Οι Λυδοί έχουν παραπλήσια έθιμα με τους Έλληνες. Πρώτοι αυτοί, όσο ξέρουμε από τους ανθρώπους, έκοψαν και έθεσαν σε κυκλοφορία νομίσματα σε χρυσό και ασήμι, κι αυτοί πάλι πρώτοι έγιναν μεταπράτες.
Ηροδότου, Ιστορία, 1. 94 (μετ. Δ. Μαρωνίτη)
Οι Λυδοί έχουν παραπλήσια έθιμα με τους Έλληνες. Πρώτοι αυτοί, όσο ξέρουμε από τους ανθρώπους, έκοψαν και έθεσαν σε κυκλοφορία νομίσματα σε χρυσό και ασήμι, κι αυτοί πάλι πρώτοι έγιναν μεταπράτες.
Ηροδότου, Ιστορία, 1. 94 (μετ. Δ. Μαρωνίτη)
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο εφευρέτες του νομίσματος ήταν οι Λυδοί.
Σύμφωνα με τά αρχαιολογικά ευρήματα το νόμισμα εφευρέθηκε πράγματι στη δυτική Μικρά Ασία, στα τέλη του 7ου με αρχές του 6ου αιώνα π.Χ.Εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα στη Λυδία και στην Ιωνία (Έφεσσος). Τα πρώτα νομίσματα ήταν από ήλεκτρο, φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου, που βρισκόταν σε αφθονία στον ποταμό Πακτωλό. |
Χρειάστηκε πολύ λίγος χρόνος, για να περάσει από τη δυτική Μικρά Ασία στον κυρίως ελλαδικό χώρο η χρήση του νέου μέσου συναλλαγής, του νομίσματος. Φαίνεται ότι η πρώτη πόλη-κράτος, που υιοθέτησε το νέο μέσο συναλλαγών και έκοψε τα δικά της νομίσματα, ήταν η Αίγινα. Ο εικονογραφικός τύπος που χαρακτηρίζει τους στατήρες της Αίγινας από την αρχή έως το τέλος της νομισματοκοπίας της, είναι η χελώνα, αρχικά η θαλάσσια και αργότερα η χερσαία.
|
Comments
Post a Comment